- ερίδιον
- ἐρίδιον, τὸ (Α)(υποκορ. τού έριον) μαλλί λεπτό ή μικρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριον υποκορ. επίθημα + -ίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek